πολυβολαρχία

πολυβολαρχία
η, Ν
στρ. μονάδα με ενισχυμένη δύναμη πυρός, που αποτελείται συνήθως από τέσσερεις διμοιρίες πολυβόλων, αλλ. λόχος πολυβόλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυβόλο + -αρχία (< -άρχης < ἄρχω), πρβλ. μοιρ-αρχία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυβολαρχία — η στρατιωτική μονάδα πυροβολικού με πολυβόλα όπλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”